ΓΕΡΜΑΝΙΑ


Εισαγωγή

Η ευθύνη για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μοιράζεται ανάμεσα στην Ομοσπονδία και τα Κρατίδια, τα οποία έχουν και δικαίωμα νομοθεσίας. Η διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος (σχολική εκπαίδευση, ανώτατη εκπαίδευση, εκπαίδευση ενηλίκων και διά βίου εκπαίδευση) αποτελεί σχεδόν αποκλειστική ευθύνη των Κρατιδίων, ενώ οι στόχοι της εκπαίδευσης γενικότερα και οι συγκεκριμένες μορφές συνεργασίας μεταξύ των Κρατιδίων καθορίζονται από το Σύνταγμα (Grundgesetz).

Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας (Bundesministerium für Bildung und ForschungBMBF) είναι υπεύθυνο για την πολιτική, το συντονισμό και τη νομοθεσία σε σχέση με την εξωσχολική επαγγελματική κατάρτιση και τη διά βίου εκπαίδευση, την οικονομική υποστήριξη των μαθητών και φοιτητών καθώς και για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση και την έκδοση των πτυχίων. Με σκοπό το συντονισμό και τη συνεργασία στους τομείς της εκπαίδευσης και κατάρτισης, της ανώτατης εκπαίδευσης και της έρευνας καθώς και των θεμάτων πολιτισμού, τα Κρατίδια ίδρυσαν, το 1948, τη Διαρκή Σύνοδο των Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού των Κρατιδίων (Ständige Konferenz der Kultusminister der Länder - KMK).

Η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης

Η αξιολόγηση της σχολικής εκπαίδευσης σε επίπεδο Ομοσπονδίας

 

Ο διάλογος για τη συστηματική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος, των οργανωτικών δομών, των διδακτικών και μαθησιακών διαδικασιών και της επίδοσης με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης ξεκίνησε στη Γερμανία μετά το τέλος της δεκαετίας του 1980, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν μηχανισμοί ελέγχου νωρίτερα. Για τις ανάγκες της διασφάλισης της ποιότητας και της αξιολόγησης αξιοποιούνται οι κρατικές εποπτικές αρχές για τα σχολεία και την ανώτατη εκπαίδευση, στατιστικές έρευνες που διενεργούνται από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία και τις Στατιστικές Υπηρεσίες των Κρατιδίων καθώς και εκπαιδευτικές έρευνες που διεξάγουν ινστιτούτα επιχορηγούμενα από τα Ομοσπονδιακά Υπουργεία ή τα Κρατίδια.

Την ευθύνη για τη διασφάλιση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης ανέλαβε η Διαρκής Σύνοδος των Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού των Κρατιδίων (KMK) με την Απόφαση της Κωνσταντίας (Konstanzer Beschluss) του Οκτωβρίου 1997, διακηρύσσοντάς την ως επίκεντρο του έργου τους. Έκτοτε τα Κρατίδια έχουν αναπτύξει εργαλεία αξιολόγησης, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν ανάλογα με το στόχο τους. Τον Ιούνιο του 2002, οι Υπουργοί Παιδείας και Πολιτισμού αποφάσισαν να εισαγάγουν εθνικά εκπαιδευτικά standards (Bildungsstandards), τα οποία, το 2003 και το 2004, προσαρμόστηκαν για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, για το Απολυτήριο της εννιάχρονης Βασικής Κατώτερης Δευτεροβάθμιας (Hauptschulabschluss) ή της δεκάχρονης Μέσης Εκπαίδευσης (Mittlerer Schulabschluss). Οι διαδικασίες αξιολόγησης των σχολείων στα Κρατίδια βασίζονται σε αυτά τα εκπαιδευτικά standards, τα οποία αναπτύσσονται και συμπληρώνονται στα περισσότερα Κρατίδια παρέχοντας ένα πλαίσιο αναφοράς για τα σχολεία.

Επί του παρόντος ισχύουν εθνικά εκπαιδευτικά standards για:

  • Την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (Primärschule) μέχρι και την Τάξη: Γερμανική Γλώσσα και τα Μαθηματικά,
  • Βασική υποχρεωτική Εκπαίδευση (Hauptschule) από την μέχρι και την Τάξη: Γερμανική Γλώσσα, τα Μαθηματικά και πρώτη Ξένη Γλώσσα (Αγγλικά / Γαλλικά),
  • Μέση Τεχνική Εκπαίδευση (Realschule) από την μέχρι κα την 10η Τάξη: Γερμανική Γλώσσα, τα Μαθηματικά, η πρώτη Ξένη Γλώσσα (Αγγλικά / Γαλλικά), Βιολογία, Χημεία και Φυσική.

Τον Ιούνιο του 2006, η Διαρκής Σύνοδος των Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού των Κρατιδίων (KMK) υιοθέτησε μια ενιαία στρατηγική για την εποπτεία του εκπαιδευτικού έργου, η οποία περιλαμβάνει τέσσερις αλληλένδετους τομείς δράσης:

  1. Τη συμμετοχή σε διεθνείς συγκριτικές μελέτες της επίδοσης των μαθητών,
  2. Τη συγκριτική αξιολόγηση της επίδοσης στα Ομόσπονδα Κράτη με βάση τα εκπαιδευτικά standards,
  3. Τις συγκριτικές μελέτες εντός των Ομόσπονδων Κρατών με σκοπό την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των επιμέρους σχολείων,
  4. Τη σύνταξη κοινής έκθεσης της Ομοσπονδίας με τη συνεργασία των Ομόσπονδων Κρατών.

 

Τον Ιούνιο του 2004, η Διαρκής Σύνοδος των Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού των Κρατιδίων ίδρυσε το Ινστιτούτο για την Ανάπτυξη της Ποιότητας στην Εκπαίδευση (Institut zur Qualitätsentwicklung im BildungswesenIQB) στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Βασικό του έργο είναι ο καθορισμός, η επεξεργασία και η αξιοποίηση συγκεκριμένων εκπαιδευτικών standards ως βάση για την ανάπτυξη δράσεων με σκοπό την αποτελεσματική ανάπτυξη των σχετικών δεξιοτήτων. Το Ινστιτούτο υποστηρίζει το έργο της διασφάλισης και της βελτίωσης της αποδοτικότητας της εκπαίδευσης στα σχολικά συστήματα των Κρατιδίων μέσω της ανάπτυξης, της τυποποίησης και του ελέγχου των εκπαιδευτικών standards σε συνεργασία με τα Κρατίδια καθώς και με άλλα εθνικά και διεθνή ερευνητικά ιδρύματα, ενώσεις και ινστιτούτα.

Τον Οκτώβριο του 2010 ιδρύθηκε το Κέντρο για τις Διεθνείς Συγκριτικές Μελέτες Εκπαίδευσης (Zentrum für Internationale BildungsvergleichsstudienZIB) με έδρα το Μόναχο, το οποίο έχει την ευθύνη για το πρόγραμμα PISA στη Γερμανία μέχρι το 2016, καθώς και για το συντονισμό της συμμετοχής στις διεθνείς ακαδημαϊκές επιτροπές στο πλαίσιο της διεξαγωγής συγκριτικών εκπαιδευτικών μελετών.

Προσεγγίσεις και μέθοδοι για τη διασφάλιση της ποιότητας

Τα τελευταία χρόνια, έχουν ξεκινήσει πρωτοβουλίες σε όλα τα Κρατίδια με σκοπό την ανάπτυξη μέτρων διασφάλισης της ποιότητας της εκπαίδευσης στο επίπεδο του σχολικού συστήματος συνολικά αλλά και στο επίπεδο των επιμέρους σχολικών μονάδων. Το εγχείρημα αυτό προωθεί τη διεύρυνση των ήδη εφαρμοζόμενων διαδικασιών και των εργαλείων των σχολικών εποπτικών αρχών, μέσω της εισαγωγής μιας ποικιλίας μέτρων για τη διασφάλιση και τη βελτίωση της ποιότητας της σχολικής εκπαίδευσης, όπως:

  • η βελτίωση-ανάπτυξη του πλαισίου των προγραμμάτων σπουδών,
  • η διεξαγωγή συγκριτικών εξετάσεων μεταξύ των Κρατιδίων και των επιμέρους σχολείων σε βασικά γνωστικά αντικείμενα
  • η διεύρυνση και επέκταση της εξωτερικής αξιολόγησης
  • η ανάπτυξη εκπαιδευτικών standards και η αξιολόγησή τους
  • η ανάπτυξη της διοίκησης ποιότητας στα σχολεία
  • η διεξαγωγή εθνικών τελικών εξετάσεων στην κατώτερη και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

 

Τα μέτρα αυτά ενσωματώνονται στην ενιαία στρατηγική της Διαρκούς Συνόδου Υπουργών Παιδείας και Πολιτισμού των Κρατιδίων για την παρακολούθηση της εκπαίδευσης καθώς και στις στρατηγικές των επιμέρους Κρατιδίων για την αξιολόγηση και τη διασφάλιση της ποιότητας, οι οποίες μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνουν την ενίσχυση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων, την προαγωγή της ενδοσχολικής συνεργασίας καθώς και την ενίσχυση των συμβουλευτικών λειτουργιών των σχολικών εποπτικών αρχών. Ακαδημαϊκή αξιολόγηση και εκπαιδευτική υποστήριξη παρέχεται στα σχολεία μέσα από τα πιλοτικά προγράμματα που διεξάγονται από τις εποπτικές εκπαιδευτικές αρχές και τα Ινστιτούτα Σχολικής Παιδαγωγικής των Κρατιδίων ενώ άλλες εστιασμένες έρευνες και πιλοτικές εφαρμογές εξετάζουν την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμιστικών μέτρων και το πλαίσιο που απαιτείται για την επιτυχή εφαρμογή τους.

Στο πλαίσιο των παραπάνω στρατηγικών, αυξανόμενη βαρύτητα δίνεται στην αξιολόγηση των επιμέρους σχολείων. Στην πλειοψηφία των Κρατιδίων, η ανάπτυξη του αναλυτικού προγράμματος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, καθώς μέσω αυτού οι σχολικές μονάδες καθορίζουν το κέντρο εστίασης, τους στόχους του εκπαιδευτικού έργου, καθώς και τις μεθόδους και τα κριτήρια της εσωτερικής αξιολόγησης με βάση τους κανονισμούς του Κρατιδίου και τις απαιτήσεις του κάθε σχολείου.

Σε όλα σχεδόν τα Κρατίδια, τα σχολεία αξιολογούνται από εξωτερικούς φορείς ποιότητας /αξιολόγησης. Στα Κρατίδια με θεσμοθετημένη μορφή και διαδικασίες εξωτερικής αξιολόγησης, την ευθύνη έχουν οι σχολικές εποπτικές αρχές, ενώ σε πολλά Κρατίδια η ευθύνη ανήκει στα Παιδαγωγικά Ινστιτούτα (Landesinstitute für Schulpädagogik).

Οι εποπτικές αρχές συμμετέχουν στην αξιολόγηση και στην ανάπτυξη του σχολικού συστήματος μέσω της παροχής συμβουλευτικού έργου και υποστήριξης των σχολείων καθώς και μέσω της υποβολής εκθέσεων προς τις ανώτερες αρχές. Το έργο αυτό επιτελούν οι σχολικοί επιθεωρητές (Schulaufsichtsbeamter), δημόσιοι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται από το Κρατίδιο ως μέλη του προσωπικού των Γραφείων Εκπαίδευσης (Schulämter - κατώτερου βαθμού εποπτικές αρχές) ή των ανώτερης βαθμίδας εποπτικών αρχών (Oberschulämter ή Bezirksregierungen). Έχουν πολυετή εκπαιδευτική εμπειρία και κατά κανόνα εμπειρία σε θέση διευθυντή σχολικής μονάδας ή σε άλλες θέσεις στελεχών εκπαίδευσης.

Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι σχολικές εποπτικές αρχές έχουν συγκεκριμένα την ευθύνη για:

  • την επιστημονική εποπτεία (Fachaufsicht), που αφορά στη διδασκαλία και το εκπαιδευτικό έργο που παρέχεται από τα σχολεία. Οι σχολικοί επιθεωρητές υποστηρίζουν το έργο του σχολείου, διασφαλίζουν την τήρηση των προγραμμάτων σπουδών και των θεσμικών απαιτήσεων, την επιστημονική διεξαγωγή της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης με τη χρήση κατάλληλων μεθόδων καθώς και τη βελτίωσή τους. Η ακαδημαϊκή εποπτεία διεξάγεται μέσω επισκέψεων στα σχολεία, παρακολούθησης των διδασκαλιών και παροχής συμβουλευτικού έργου στους εκπαιδευτικούς.
  • τη νομική εποπτεία (Rechtsaufsicht), που αφορά στον έλεγχο της δαχείρισης των σχολικών υποθέσεων από νομικό συνήθως των σχολικών φορέων (Schulträger) και περιλαμβάνει την παρακολούθηση τομέων της σχολικής διοίκησης, όπως η ίδρυση και η συντήρηση των σχολικών κτηρίων ή η προμήθεια του εκπαιδευτικού υλικού.
  • την υπηρεσιακή εποπτεία (Dienstaufsicht), στο πλαίσιο της οποίας οι σχολικές εποπτικές αρχές εποπτεύουν το προσωπικό (εκπαιδευτικούς και διευθυντές) των δημόσιων σχολείων διασφαλίζοντας την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Σύμφωνα με τους κανονισμούς που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους, οι εκπαιδευτικοί αξιολογούνται σε συγκεκριμένες περιστάσεις (τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, προαγωγή, μετάθεση) καθώς και σε κάποιες περιπτώσεις περιοδικά με σκοπό την επαγγελματική τους ανάπτυξη αλλά και τη βελτίωση της αποδοτικότητας του σχολικού συστήματος γενικότερα.

 

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών προβλέπει επισκέψεις στην τάξη από τον διευθυντή και τους σχολικούς επιθεωρητές, σύνταξη εκθέσεων απόδοσης από τον διευθυντή, συναντήσεις για διάλογο και αξιολόγηση του έργου των μαθητών. Διαστάσεις που αξιολογούνται είναι η διδακτική ικανότητα και οι επαγγελματικές δεξιότητες των εκπαιδευτικών.

Ενδεικτικά, για το σύστημα της «Ανάλυσης της Ποιότητας» δίνεται το παράδειγμα της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, ... ΕΔΩ.

Αυτοαξιολόγηση σχολικών μονάδων

Στο πλαίσιο της κοινής εκπαιδευτικής πολιτικής των ομόσπονδων κρατών στη Γερμανία προωθείται και υποστηρίζεται η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως εργαλείο για τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε κάθε σχολείο ανάλογα με τους στόχους και τις προτεραιότητές του. Η αυτοαξιολόγηση αποτελεί βασική διαδικασία για τον απολογισμό και τη διάγνωση της κατάστασης του σχολείου καθώς παρέχει πληροφόρηση σχετικά με τα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες του. Οδηγεί ως αποτέλεσμα στη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη στοχευμένων και συντονισμένων δράσεων βελτίωσης.

Η αυτοαξιολόγηση είναι υποχρεωτική θεωρητικά. Δεν υπάρχει ωστόσο κεντρικά καθορισμένο σύστημα για τη διεξαγωγή της αλλά υποστηρίζεται από τη διοίκηση και από κάποιες ιδιωτικές εταιρίες μέσω της ανάπτυξης εργαλείων για το σκοπό αυτό.

Διαδικασίες - Εργαλεία

Η διαδικασία της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων βασίζεται στον προσδιορισμό των στόχων της, οι οποίοι πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να δίνουν με σαφήνεια την εικόνα του εκπαιδευτικού της προσανατολισμού. Οι στόχοι αυτοί συνδέονται με τη δομή και την οργάνωση του σχολείου και επιμερίζονται στους διάφορους τομείς και συντελεστές του. Με την ανάπτυξη ενός εργαλείου αυτοαξιολόγησης (έντυπα ή ηλεκτρονικής μορφής ερωτηματολόγια) η σχολική μονάδα διαπιστώνει σε ποιο σημείο βρίσκεται σε σχέση με τους καταγεγραμμένους στόχους και ποια μέτρα θεωρεί απαραίτητα για την επίτευξή τους.

Η διερεύνηση τομέων του εκπαιδευτικού έργου θεωρείται βασικό μέρος της διαδικασίας καθώς εξυπηρετεί ταυτόχρονα τον έλεγχο της επίτευξης των καθορισμένων εκπαιδευτικών standards αλλά και την αντικειμενική πληροφόρηση των εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων σχετικά με το επίπεδο της επίδοσης στα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί στη συνέχεια για τη βελτίωση της ποιότητας της διδασκαλίας.

Η συνεισφορά των προϊσταμένων εκπαιδευτικών αρχών στην όλη διαδικασία αφορά στην:

  1. Εκπόνηση εγχειριδίωνοδηγών για την διεκπεραίωση της διαδικασίας
  2. Εκπόνησησύνταξη κατάλληλων και ευέλικτων ερωτηματολογίων που μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες και τις προτεραιότητες των επιμέρους σχολικών μονάδων
  3. Σύσταση δικτυακού τόπου που παρέχει τη δυνατότητα σε όποια σχολική μονάδα επιθυμεί να συμπληρώνει online τα ερωτηματολόγια και να λαμβάνει τα αποτελέσματα μετά την επεξεργασία των δεδομένων (εναλλακτικά παρέχεται η δυνατότητα αποστολής των ερωτηματολογίων σε έντυπη μορφή για επεξεργασία)
  4. Yποστήριξη της διαδικασίας με την αποστολή «συμβούλων» εμπειρογνωμόνων μετά από αίτημα της σχολικής μονάδας.

Ενδεικτικά, για την εφαρμογή του συστήματος αυτοαξιολόγησης δίνεται το παράδειγμα του Ομόσπονδου Κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης ...ΕΔΩ

Πηγές - Σύνδεσμοι